- παρατιτρώσκω
- ΜΑτραυματίζω επί πλέον, προξενώ πληγές κοντά σε άλλες2. μτφ. κακοποιώ, διαστρεβλώνω την αλήθεια («παρατρώσαντι τὴν ἀλήθειαν οὐδαμῶς», Μέν.)μσν.παραβαίνω, αθετώ, παραβιάζω («τὸν νόμον παρετρώσατε», Ιω. Λυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τιτρώσκω «πληγώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.